Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οὐδεὶς πάνυ τι ἐπιχωριάζει

См. также в других словарях:

  • επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»